ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

δέρνω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
δέρνω

üt

γδέρνω

bőr

héj

kéreg

legeltet

lehorzsol

lenyúz

megnyúz

nyúz