ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

δέμα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
δέμα

bála◼◼◼

köteg◼◼◼

poggyász◼◼◻

δέμα (το)

csomag◼◼◼

βιομηχανία προϊόντων σκυροδέματος

betongyártó ipar