ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

γκαρνταρόμπα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
γκαρνταρόμπα

szekrény

που είναι η γκαρνταρόμπα;

hol a ruhatár?

πρέπει να αφήσουμε τις τσάντες μας στην γκαρνταρόμπα;

a ruhatárban kell hagynunk a csomagjainkat