ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

γενναιόδωρος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
γενναιόδωρος

nagylelkű◼◼◼

γενναιόδωρος / γενναιόδωρη / γενναιόδωρο

bőkezű