ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

γαλάζιο (ghalázio), γαλανό (ghalanó), μπλε (ble), κυανό (kianó), γλαυκό (ghlafkó) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
γαλάζιο (ghalázio), γαλανό (ghalanó), μπλε (ble), κυανό (kianó), γλαυκό (ghlafkó)

kék◼◼◼