ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

γίνει σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
γίνει

lesz◼◼◼

ελπίζω να γίνεις καλύτερα σύντομα

remélem, hamarosan jobban leszel

να σου γίνει μάθημα αυτό!

ez jó lecke volt (neked)!

νομίζω έχει γίνει κάποιο λάθος με αυτό το λογαριασμό

azt hiszem, ez a számla hibás

ο Νίκος θα γίνει γιατρός

Nikoszból orvos lesz

τι θα γίνει αν δεν έρθω

mi lesz, ha nem jövök el?

τι θα γίνει μαζί μας

mi lesz velünk?