ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

βόλι σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
βόλι

golyó

labda

lövedék

εμβόλιο

vakcina◼◼◼

oltóanyag◼◼◼

oltás

περβόλι (pervóli)

kert

περιβόλι

kert

konyhakert

περιβόλι (perivóli)

kert