ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

βρέχει σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
βρέχει

esik

esik az eső

βρέχει (-ξει)

esik

βρέχει καρεκλοπόδαρα

esik, mintha dézsából öntenék

βρέχει καταρρακτωδώς

szakad az eső

θα αρχίσει να βρέχει

kezd esni

σταμάτησε να βρέχει

elállt az eső