ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

βλέπω (δω, είδα) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
βλέπω (δω, είδα)

lát

παίρνω (πάρω, πήρα) είδηση/χαμπάρι, βλέπω (δω, είδα), (észlel) αντιλαμβάνομαι (αντιληφθώ), καταλαβαίνω (καταλάβω)

észrevesz