ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

βιάζω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
βιάζω

megerőszakol

siet

εκβιάζω

kényszerít

zsarol

zsarolás

παραβιάζω

megszeg