ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

βενζίνη σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
Βενζίνη

benzin◼◼◼

βενζίνη

gáz◼◼◼

kőolaj◼◻◻

βενζίνη (η)

benzin◼◼◼

έχουμε ξεμείνει από βενζίνη

kifogyott a benzinünk

η βενζίνη

benzin◼◼◼

που βρίσκεται το κοντινότερο πρατήριο βενζίνης;

hol van a legközelebbi benzinkút?

πόσο μακριά είναι ο κοντινότερος σταθμός για βενζίνη, φαγητό, τουαλέτες;

hol van a legközelebbi benzinkút, üzlet, kávézó, wc, stb.?