ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

βγαίνω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
βγαίνω

kijárat

kimegy

βγαίνω (βγω)

kimegy, kijön, kiszáll

βγαίνω (βγω, βγήκα)

kijön

kimegy

βγαίνω έξω

elmegyek