ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

βαλίτσα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
βαλίτσα

koffer◼◼◼

doboz◼◻◻

kézitáska

βαλίτσα (η)

bőrönd◼◼◼