ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

βαθμός (ο) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
βαθμός (ο)

osztályzat, fok: βαθμός

βαθμός οξύτητας

savassági fok