ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

βάλλω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
συμβάλλω

hozzájárul

συμβάλλω (συμβάλω)

hozzájárul, elősegít

υπερβάλλω

túloz

υποβάλλω

személy◼◼◼

υποβάλλω (υποβάλω)

bead, benyújt

12