ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αφηρημένος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αφηρημένος

absztrakt◼◼◼

elvont◼◼◻

figyelmetlen

szórakozott

Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός

Absztrakt expresszionizmus

αφηρημένος τύπος δεδομένων

absztrakt adattípus