ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αυτοκόλλητο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αυτοκόλλητο

matrica◼◼◼

ragasztóanyag◼◼◼

κολλητική ουσία/συγκολλητικό/αυτοκόλλητο

ragasztóanyag