ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αστικό (πολεοδομικό) συγκρότημα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αστικό (πολεοδομικό) συγκρότημα

konurbáció◼◼◼