ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ασθένεια σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ασθένεια

betegség◼◼◼

megbetegedés◼◼◻

beteg◼◻◻

kór

ασθένεια (asthéneia)

kór

ασθένεια που σχετίζεται με το περιβάλλον

környezettel kapcsolatos betegség

ασθένεια του ανθρώπου

emberi betegség

ασθένεια των ιχθύων

halbetegség

ασθένεια των φυτών

növénybetegség

ανοσολογική ασθένεια

immunológiai betegség

επαγγελματική ασθένεια

foglalkozási betegség◼◼◼

ζωονόσος/ασθένεια των ζώων

állatbetegség

μεταδοτική ασθένεια

ragály◼◼◼

ψυχοσωματική ασθένεια

pszichoszomatikus betegség