ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αποκέντρωση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αποκέντρωση

decentralizálás◼◼◼

(διοικητική) αποκέντρωση/εκφυλισμός/ανάστροφη εξέλιξη

jogkör átruházása helyi önkormányzatokra