ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αποδεικνύω, αποδείχνω (αποδείξω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αποδεικνύω, αποδείχνω (αποδείξω)

(be)bizonyít, kiderül, színt vall