ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

απελευθέρωση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
απελευθέρωση

felszabadítás◼◼◼

felszabadulás◼◼◻

αποδέσμευση (απελευθέρωση, έκλυση) μεταλλαγμένων

mutáns mikroorganizmus kiáradás

αποδέσμευση (απελευθέρωση, έκλυση) οργανισμών

organizmusok kikerülése