ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ανοσία σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ανοσία

immunitás◼◼◼

ανοσία (ιατρική)/ασυλία (νομικά)

immunitás◼◼◼

ανοσία αγέλης

nyájimmunitás