ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ανθεκτικός οργανικός ρύπος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ανθεκτικός οργανικός ρύπος

perzisztens szerves szennyezőanyag