ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ανανεώσιμοι πόροι σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ανανεώσιμοι πόροι

megújuló forrás◼◼◼

μη ανανεώσιμοι πόροι

nem-megújuló forrás