ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ανακύκληση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ανακύκληση

újrahasznosítás

ανακύκληση υπολειμμάτων (καταλοίπων)

maradékanyag újrahasznosítása

δυναμικό (ικανότητα) ανακύκλησης

újrahasznosítási potenciál

νόμοι (νομοθεσία) σχετικά με τη διαχείριση της ανακύκλησης

újrahasznosítás-gazdálkodás és hulladéktörvény

ποσοστό (αναλογία) ανακύκλησης

újrahasznosítási arány