ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αναγκαστικός σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αναγκαστικός

kötelező◼◼◼

αναγκαστικός νόμος/νόμος προσωρινής ισχύος

vészhelyzet törvény