ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αμερίκιο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
Αμερίκιο

Amerícium◼◼◼

αμερίκιο (ameríkio)

amerícium◼◼◼