ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αμειψισπορά σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αμειψισπορά

vetésforgó◼◼◼

αμειψισπορά (αγροτεμαχίων)/εναλλαγή καλλιεργειών

termésforgó