ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αμάξωμα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αμάξωμα

karosszéria◼◼◼

kocsiszekrény◼◼◻

autóbusz◼◼◻

kocsi◼◻◻

test◼◻◻

váz◼◻◻

busz