ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αλυσίδα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αλυσίδα

lánc◼◼◼

sor◼◼◻

láncolat◼◻◻

sorozat

műsor

αλυσίδα (alisíδa)

lánc◼◼◼

η αλυσίδα

lánc◼◼◼

παραγωγή πετρελαίου (αλυσίδα παραγωγής)

olajtermelés (lánc)◼◼◼