ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αλεξίπτωτο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αλεξίπτωτο

ernyő

Αλεξίπτωτο πλαγιάς

Siklóernyő◼◼◼

το αλεξίπτωτο

ejtőernyő