ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ακόλουθο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ακόλουθο

követő◼◼◼

ακόλουθος

alábbi◼◼◼

következő◼◼◻

követő◼◻◻

követően◼◻◻

ανακόλουθος

következetlen◼◼◼

επακόλουθο

következmény◼◼◼

utóhatás

επακόλουθος

későbbi◼◼◼

επόμενος-η-ο, (alábbi) ακόλουθος-η-ο, ο/η/το εξής

következő

η συνέπεια, το επακόλουθο

következmény

συνεπακόλουθο

következmény◼◼◼