ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αιθανόλη (αιθυλική αλκοόλη) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αιθανόλη (αιθυλική αλκοόλη)

etanol◼◼◼