ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αεροπορία σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αεροπορία

repülés◼◼◼

légierő◼◼◻

Βρετανική Βασιλική Αεροπορία

Brit Királyi Légierő

Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας

ICAO◼◼◼

Nemzetközi Polgári Repülési Szervezet◼◼◼

εναέρια κυκλοφορία πολιτικής αεροπορίας

polgári légiforgalom