ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αεροπλάνο (aeropláno) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αεροπλάνο (aeropláno)

repülőgép◼◼◼

repülő◼◻◻