ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αδύνατο(ν) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αδύνατο(ν)

lehetetlen◼◼◼

αυτό είναι εντελώς αδύνατον!

ez teljességgel lehetetlen!