ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αγγείο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αγγείο

ér◼◼◼

edény

hajó

véredény

αιμοφόρο αγγείο

véredény

ér

τριχοειδές αγγείο

hajszálér

kapilláris

χολαγγείο

epevezeték