ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αγέλη σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αγέλη

nyáj◼◼◼

csorda◼◼◻

falka

gulya

ανοσία αγέλης

nyájimmunitás