ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αίγαγρος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αίγαγρος

kőszáli kecske

vadkecske

zerge

αίγαγρος (aígagros)

kőszáli kecske

vadkecske

αγριόγιδο [aɣriˈo̞ʝiˌðo̞] , αγριοκάτσικο [aˌɣrio̞ˈkatsiˌko̞] , αίγαγρος [ˈe̞ɣaˌɣro̞s]

zerge