ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

έρευνα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
έρευνα

vizsgálat◼◼◼

nyomozás◼◼◻

keresés◼◼◻

kivizsgálás◼◼◻

megvizsgálás◼◻◻

kutat

έρευνα (διερεύνηση) για πετρέλαιο

olajkutatás

έρευνα (διερεύνηση) για φυσικό αέριο

földgázkutatás

έρευνα (η)

vizsgálat, kutatás

έρευνα αγοράς

piackutatás◼◼◼

έρευνα κοινής γνώμης/σφυγμομέτρηση

közvéleménykutatás

έρευνα οικοσυστήματος

ökoszisztéma kutatás

έρευνα/διερεύνηση/εξερεύνηση/αναζήτηση

feltárás

διεπιστημονική έρευνα

interdiszciplináris kutatás

επιστημονική έρευνα

tudományos kutatás◼◼◼

εργαστηριακή έρευνα

laboratóriumi kutatás

ερευνητικό κέντρο/κέντρο έρευνας (ερευνών)

kutatási központ

εφαρμοσμένη έρευνα

alkalmazott kutatás◼◼◼

ιστορική έρευνα

történelmi kutatás◼◼◼

κοινωνική έρευνα

társadalmi felmérés

μελέτη πεδίου/επιτόπια έρευνα

helyszíni tanulmány

μετεωρολογική έρευνα

meteorológiai kutatás

περιβαλλοντική έρευνα

környezeti kutatás

πολιτική στον τομέα της έρευνας

kutatáspolitika