ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

έκρηξη σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
έκρηξη

ér◼◼◼

hozzáférés

έκρηξη/ανατίναξη

robbanás

ηφαιστειακή έκρηξη

vulkánkitörés◼◼◼

Μεγάλη Έκρηξη

ősrobbanás

Μεγάλη έκρηξη

Ősrobbanás

πυρηνική έκρηξη

nukleáris robbanás

nukleáris robbanás (baleset)

πυρηνική έκρηξη (ατύχημα)

nukleáris robbanás

nukleáris robbanás (baleset)

ραδιενεργά κατάλοιπα πυρηνικής έκρηξης

radioaktív kihullás