ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

έκπλυση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
έκπλυση

ki◼◼◼

kilúgozás◼◼◼

átöblítés◼◼◼

ki/átöblítés

έκπλυση/κατακρήμνιση ατμοσφαιρικών ρύπων λόγω βροχής

kiesőzés/kimosódás