ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

έκθεμα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
έκθεμα

kiállítás◼◼◼

kiállít

έκθεμα/αποδεικτικό στοιχείο

kiállított tárgy