ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

έδαφος (το) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
έδαφος (το)

terület◼◼◼

Βρετανικό Έδαφος του Ινδικού Ωκεανού

Brit Indiai-óceáni Terület