ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

άψυχος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
άψυχος

élettelen

νεκρός (nekrós), πεθαμένος (pethaménos), άψυχος (ápsykhos) (soul-less), άζω(τ)ος [ázō(t)os] (life-less)

halott