ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

άτομο τρίτης ηλικίας/ηλικιωμένος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
άτομο τρίτης ηλικίας/ηλικιωμένος

idős személy