ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

άνοιξη σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
άνοιξη

tavasz◼◼◼

Άνοιξη

Tavasz◼◼◼

άνοιξη (ánoiksi)

tavasz◼◼◼

άνοιξη (η)

tavasz◼◼◼

ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη

egy fecske nem csinál nyarat

Αραβική Άνοιξη

Arab tavasz

πυρετός της άνοιξης

szénanátha

την άνοιξη

tavasszal◼◼◼