ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

άλογο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
παράλογος

abszurd

képtelen

τηλεφωνικός κατάλογος

telefonkönyv

το άλογο

◼◼◼

12