Ungersk-Grekisk ordbok »

vezeték betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
vezeték

αγωγός◼◼◼

vezetékes telefon

σταθερό τηλέφωνο◼◼◼

vezetéknév

επώνυμο◼◼◼

επώνυμο (epónymo)◼◼◼

όνομα◼◼◼

ονομασία◼◻◻

επίθετο

επίθετο (epítheto)

παρατσούκλι

csővezeték

σωληνώσεις◼◼◼

σωλήνωση◼◻◻

αγωγός/σωληνώσεις

elektromos vezeték

ηλεκτρική γραμμή (μεταφοράς ισχύος)

epevezeték

χολαγγείο

felső erősáramú vezeték

εναέρια γραμμή (μεταφοράς ενέργειας)

gázvezeték

αγωγός αερίου◼◼◼

húgyvezeték

ουρητήρας◼◼◼

magasfeszültségű vezeték

γραμμή υψηλής τάσης

olajvezeték

αγωγός μεταφοράς πετρελαίου/πετρελαιαγωγός

petevezeték

σάλπιγγα◼◼◼

ωαγωγός

van itt vezeték nélküli internetcsatlakozás?

έχετε εδώ

vízvezeték

υδραυλικά◼◼◼

σωλήνας◼◼◻

αγωγός◼◻◻

σωλήνα◼◻◻

υδαταγωγός

υδραγωγείο/υδαταγωγός

vízvezeték szerelő

υδραυλικός

vízvezeték-szerelő

υδραυλικός

vízvezetékszerelő

υδραυλικός

wireless / vezetéknélküli

ασύρματη σύνδεση